- εγγυθήκη
- ἐγγυθήκη και ἐγγυοθήκη, η (Α)1. κιβώτιο για φύλαξη πραγμάτων2. υπόθεμα, βάση για αγγεία, τρίποδες κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγγυθήκη — stand for vessels fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυθήκαις — ἐγγυθήκη stand for vessels fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυθήκην — ἐγγυθήκη stand for vessels fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυθήκης — ἐγγυθήκη stand for vessels fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek